- Ἰσμήνιον
- Ἰσμήνιοςmasc acc sgἸσμήνιοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ισμήνιον — Αρχαία ονομασία λόφου που βρίσκεται κοντά στη Θήβα. Εκεί υπήρχε ιερό του Ισμηνία Απόλλωνα, που λεγόταν και αυτό Ι. Μέσα στον ναό υπήρχαν αξιόλογες επιγραφές (Καδμήια γράμματα). Στο Ι. δίνονταν χρησμοί. Μπροστά στο ιερό υπήρχε και η ιερή κρήνη του … Dictionary of Greek
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek